σολάνο

σολάνο
ο, Ν
(ενν. άνεμος) (μετεωρ.) θερμός άνεμος, παρόμοιος με τον σιρόκο, που πνέει από ανατολικές ή νοτιοανατολικές διευθύνσεις στη νοτιοανατολική Ισπανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. solano < λατ. solanus, «ανατολικός άνεμος» < sol, solis «ήλιος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σολανό — το, Ν βοτ. ένα από τα μεγαλύτερα γένη αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών, που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες τής τάξης σκροφουλαριώδη, με 1.500 περίπου είδη, μεταξύ τών οποίων περιλαμβάνονται ορισμένα μεγάλης οικονομικής σημασίας, όπως η πατάτα και… …   Dictionary of Greek

  • Λόπεζ, Φρανσίσκο Σολάνο — (Francisco Solano Lopez, 1827 – 1870). Παραγουανός πολιτικός, πρόεδρος της Παραγουάης (1862 70). Καθοριστικό γεγονός στη σταδιοδρομία του υπήρξε το ταξίδι που πραγματοποίησε σε νεαρή ηλικία στο Παρίσι, όπου επηρεάστηκε ιδιαίτερα από τα εξωτερικά… …   Dictionary of Greek

  • πατάτα — (σολανό το κονδυλόρριζο). Ποώδες φυτό της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα), που κατάγεται από το Περού, τη Βολιβία και το Μεξικό. Εισήχθη στην Ευρώπη κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. ως σπάνιο φυτό για μελέτη, και μόνο το 1663, εξαιτίας… …   Dictionary of Greek

  • σολανίδες — (Solanaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των σωληνανθών ή τουμπιφλόρων (δικοτυλήδονα), που είναι διαδομένα κυρίως στις τροπικές ζώνες, αλλά και στις θερμές και εύκρατες των δύο ημισφαίριων· το μεγαλύτερο μέρος τους ωστόσο κατάγεται από τη νότια… …   Dictionary of Greek

  • ντομάτα — Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό… …   Dictionary of Greek

  • σολανίνη — η, Ν (βιοχ.) δραστικό τοξικό συστατικό τών φύλλων και τών σαρκωδών καρπών τών περισσότερων ειδών τού γένους φυτών σολανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. solanine < λατ. solanum (βλ. λ. σολανό) + κατάλ. ine] …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Παραγουάη — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει με τη Βολιβία στα Β, με τη Bραζιλία στα ΒΑ και στα Α, και με την Aργεντινή στα Ν και στα ΝΔ.Tο έδαφος της Παραγουάης δεν έχει γεωγραφική ενότητα και τα τεχνητά όριά του μπορούν να εξηγήσουν την ταραχώδη… …   Dictionary of Greek

  • γεώμηλο — το 1. η πατάτα, το φυτό Σολανό το κονδυλώδες 2. ο υπόγειος κόνδυλος τού φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά τού γαλλ. pomme de terrre. Η λ. μαρτυρείται από το 1828 στον Γρηγ. Παλαιολόγο] …   Dictionary of Greek

  • μελιτζάνα — Κοινή ονομασία του φυτού Solanum melongena, της οικογένειας των σολανιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκειται για πολυετές ποώδες φυτό, ιθαγενές της Αφρικής και της Ασίας. Ο βλαστός της καλύπτεται με όρθιο και κοντό τρίχωμα, είναι αποξυλωμένος στη βάση του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”